Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεβολιάζω — προχωρώ στον ανήφορο, ανεβαίνω η πράξη: ανεβόλιασμα … Dictionary of Greek